ἐποικοδομή — superstructure fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποικοδομή — η (AM ἐποικοδομή) το εποικοδόμημα μσν. φρ. «οἴκων ἐποικοδομαί» κατοικίες, σπίτια … Dictionary of Greek
ἐποικοδομαῖς — ἐποικοδομή superstructure fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποικοδομαί — ἐποικοδομή superstructure fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποικοδομήν — ἐποικοδομή superstructure fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποικοδόμηση — η (AM ἐποικοδόμησις) εποικοδομή νεοελλ. περαιτέρω ανάπτυξη αρχ. βαθμιαία συσσώρευση εκφράσεων, κλίμαξ («ὡς Ἐπίχαρμος ποιεῑ τὴν ἐποικοδόμησιν, ἐκ τῆς διαβολῆς ἡ λοιδορία ἐκ δὲ ταύτης ἡ μάχη», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
ἐποικοδομῶν — ἐποικοδομέω build up pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἐποικοδομέω build up pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἐποικοδομή superstructure fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)